- γηροβοσκός
- γηροβοσκόςnourishingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γηροβοσκός — γηροβοσκός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του 2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + βοσκός < βόσκω] … Dictionary of Greek
γηροβοσκόν — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc sg γηροβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφον — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc sg γηροβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροβοσκούς — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροβοσκώ — γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφοι — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτρόφος — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
γηροβοσκία — γηροβοσκία, η (Α) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα … Dictionary of Greek
γηροβοσκείον — γηροβοσκεῑον, το (AM) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα … Dictionary of Greek